Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αεροβάτης ο [aerovátis] Ο10 : που αεροβατεί, που ζει στον κόσμο των ονείρων του και των φαντασιώσεών του.
[λόγ. < ελνστ. ἀεροβάτης `που περπατάει στον αέρα΄ κατά τη σημ. της λ. αεροβατώ]
[Λεξικό Κριαρά]
- αεροβάτης ο.
-
- Αυτός που πετά, που τρέχει πολύ γρήγορα:
- εδιώκετο δε παρά των ταχυδρόμων, ως είποι τις, αεροβατών κυνών (Δούκ. 24112).
[μτγν. ουσ. αεροβάτης. Η λ. και σήμ.]
- Αυτός που πετά, που τρέχει πολύ γρήγορα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αεροβάτης [aerovátis] ο,
- visionary, dreamer (syn ονειροπόλος, φαντασιοκόπος):
- poem ενώ φαινόμαστε από σκέτο σύννεφο | και μας λιθοβολούν και μας φωνάζουν | αεροβάτες (Elytis)
[fr MG αεροβάτης (also in spurious work of John Chrysostom); ἀεροβάτης poet in Plutarch]
- visionary, dreamer (syn ονειροπόλος, φαντασιοκόπος):