Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αεροβάμων
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αεροβάμων, επίθ.· αιτιατ. πληθ. αεροβάμους.
  • Που πορεύεται στον αέρα·
    • (μεταφ.) πανύψηλος:
      • πύργους αεροβάμους αρμόσας (Δούκ. 1559).

[μτγν. επίθ. αεροβάμων]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες