Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αεριώδης -ης -ες [aerióδis] Ε11 : (λόγ.) που έχει τη μορφή ή τη σύσταση αερίου· αέριος: ~ κατάσταση.
[λόγ. αέρι(ον) -ώδης μτφρδ. γαλλ. gazeux]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αεριώδης, -ης, -ες [aerió∂is]
- being in a gas-like state, gaseous (syn αεριοειδής):
- ~ κατάσταση εκρηκτικών υλών gaseous state of explosives |
- ~ γάγγραινα (Saratsis) gas gangrene
[der of αέριον w. suff -ώδης]
- being in a gas-like state, gaseous (syn αεριοειδής):