Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αεριτζής ο [aeridzís] Ο8 θηλ. αεριτζού [aeridzú] Ο37 : 1.αυτός που παίρνει μέρος σε χαρτοπαικτικά παιχνίδια για λογαριασμό τρίτου (π.χ. χαρτοπαικτικής λέσχης) ή εικονικά για να παρασύρει άλλους· αβανταδόρος. 2. αυτός που συμμετέχει σε ύποπτες κερδοσκοπικές δραστηριότητες χωρίς να έχει και να διαθέτει δικό του κεφάλαιο: Aεριτζήδες και μικροαπατεώνες, πουλούν σε τιμές ευκαιρίας εκτάσεις που δεν τους ανήκουν.
[αέρ(ας) -ιτζής· αεριτζ(ής) -ού]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αεριτζής [aeridzís] ο,
- ① gambling person employed by a gambling house to attract customers (syn αβανταδόρος)
- ② one engaging in speculative ventures, w. capital not his own, for a fee, (called αέρας) bucket-shop swindler, boodler:
- οι αδίστακτοι αεριτζήδες, οι κερδοσκόποι, οι ατσίδες και εκμεταλλευτές του ιδρώτα των άλλων (Psathas) |
- οι διάφοροι οικοπεδοφάγοι, οι αεριτζήδες ... βγαίνουν αναιδέστατα και διαθέτουν σε τιμές ευκαιρίας εκτάσεις που δεν τους ανήκουν (Vima)
[der of αέρας w. suff -ιτζής]