Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αεριούχος -ος / -α -ο [aeriúxos] Ε14 : (συνήθ. για μη αλκοολούχο ποτό) που περιέχει διαλυμένο διοξείδιο του άνθρακα: Aεριούχα ποτά. Aεριούχο μεταλλικό νερό. Aεριούχα νερά.
[λόγ. αερι(ο)- + -ούχος μτφρδ. γαλλ. gazeux]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αεριούχος, -ος, -ο [aeriúxos] (L)
- containing gas, gaseous, aerated
- ⓐ aerated, fizzy, sparkling, effervescent, of mineral water etc:
- αεριούχο ποτό carbonated beverage, pop |
- αεριούχο μεταλλικό νερό effervescent mineral water |
- αεριούχα νερά aerated waters
[der of αέριον w. suff -ούχος]