Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αεριοποιώ [aeriopió] αεριοποιείς, aor αεριοποίησα, ppp αεριοποιημένος (L)
- reduce to a gaseous state, convert into gas, gasify, aerify (syn εξαερώνω):
- mediop αεριοποιoύμαι turn into gas
[cpd w. ποιώ]
- reduce to a gaseous state, convert into gas, gasify, aerify (syn εξαερώνω):