Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αερικός, επίθ.
-
- Που τον φυσά ο αέρας, ευάερος:
- αερική γαρ πέφυκεν η πέτρα και σκιώδης (Παϊσ., Iστ. Σινά 1723).
[<ουσ. αέρας + κατάλ. ‑ικός. H λ. τον 5. αι. (DGE· βλ. και LBG) και σήμ. ιδιωμ.]
- Που τον φυσά ο αέρας, ευάερος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αερικός 1 -ή -ό [aerikós] Ε1 : που αναφέρεται στα αέρια: Aερικό θερμόμετρο.
[λόγ. αέρ(ιον) -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αερικός 2 -ή -ό : (λαϊκότρ.) που αναφέρεται στον αέρα, ευάερος. || (ως ουσ.) το αερικό*, η αερική*.
[αέρ(ας) -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αερικός, -ή, -ό [aerikós] (region. & lit αγερικός)
- ① well-ventilated, airy (syn αεράτος 1, αερινός 1, ευάερος):
- αερικό σπίτι well-ventilated house |
- ~ τόπος, αερικό πλάτωμα |
- αιώνια στο ταμπούρι αυτό τ' αγερικό ... κάντε τον αιώνιο πόλεμο (Vlachogiannis) |
- το θερμόμετρο (του παραθύρου) δείχνει εικοσιδύο βαθμούς σε μέρος σκιερό και αερικό (Melas) |
- τα κοίταζε όλα, καθισμένη στη λότζα της την αγερική (Panagiotop) |
- τα χλοερά, αερικά νησιά του Ωκεανού (Karouzou)
- ② light like air, very thin (syn αερινός 2, αέρινος 2, αερώδης, λεπτεπίλεπτος):
- αγερικά μαγνάδια |
- folks. χωρίς σεντόνια αγερικά να κοιμηθή δεν πέφτει |
- poem σαν το ξεσκέπαστο αγόρι | μ' ένα σεντόνι αερικό και μι' άνοιξη για μάτια (NPappas)
- ③ incorporeal, insubstantial:
- το αποδείχνει ο "ρεαλισμός" του Σαίξπηρ, ακόμη και όταν παρουσιάζη πρόσωπα εντελώς φανταστικά, "αερικά" (Papanoutsos) |
- poem μας μπάσαν και μας έσυραν στο αερικό σεράγι (Skipis) |
- (τα φύλλα) πέφτουν όπως λάχη εδώ κ' εκεί σαν κρεμάμενοι ήσκιοι αγερικοί (Agras)
[fr MG αερικός 'well-ventilated' (5th c. AD), der of AG ἀήρ]
- ① well-ventilated, airy (syn αεράτος 1, αερινός 1, ευάερος):