Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αερικό το [aerikó] & αγερικό το [ajerikó] Ο38 : κατά τις λαϊκές παραδόσεις, πνεύμα, συνήθ. κακοποιό, που προξενεί στους ανθρώπους ψυχικές (και σωματικές) παθήσεις· (πρβ. στοιχειό, ξωτικό, ξωθιά, νεράιδα): Λένε πως είναι μαγεμένο σπίτι, πως το ΄χτισαν ξωθιές κι αερικά. Tον βρήκε ~ κι έχασε τη λαλιά του. || το πνεύμα που ακολουθεί κάθε άνθρωπο· η μοίρα: Tο ΄χει τ΄ ~ του.
[μσν. αερικό(ν), *αγερικόν < αέρ(ας), αγέρ(ας) -ικόν, ουδ. του -ικός (διαφ. το ελνστ. ἀερικός `που μοιάζει με αέρα΄)]
- αερικό [aerikó] το, (region. & lit αγερικό) (evil)
- spirit, demon, causing insanity in humans (syn ανεμικό, δαιμονικό, ξωτικό):
- έπαθε από ~ he suffered an attack by air demons |
- τον χτύπησαν αερικά |
- του πήραν τα μυαλά του τ' αερικά he suffered an attack by demons, became insane |
- folkt μονομιάς γίνεται ένα ~, ένας καπνός και χάνεται από μπροστά του (Megas) |
- (η Γαρουφαλιά) ρίχνει τα χαρτιά και ξορκάει τ' αερικά (Palam) |
- τη λάτρευε σαν ένα πρόσωπο που έβγαινε από τον κόσμο των παραμυθιών και των αγερικών (Myriv) |
- λένε πως είναι μαγεμένο σπίτι και πως το χτίσανε ξωθιές και αερικά (Pasagiannis) |
- ξεπετάχτηκε μια μέρα μέσα από τη μάχη σαν ~ (Theotokas) |
- ο τόπος ήταν κατοικημένος από αγερικά (Prevelakis) |
- ιδέα θα ήταν άπιαστο ~, αν δεν έριχνε τον υποστατικό της ήσκιο στην ανθρώπινη σκέψη (Chourmouzios) |
- poem ω πνέματα, ω ψυχές, κ' εσείς, τελώνια του πελάγου, | και της στεριάς αγερικά και ξωτικά του κόσμου (Palam) |
- αερικού ξεγέλαμα το φως | που το θαρρείς χαμόγελο της μέρας (id.) |
- γύρω μας όλ' η πλάση λες κ' είναι άδεια | κ' εμείς οι δύο σκιές κι αερικά (Malakasis)
[fr MG αερικόν (form αρικόν: Kanavoutsis 44.19), this substativ. fr αερικόν δαιμόνιον cf ανεμικό, δαιμονικό, ξωτικό also fr adjs]
- spirit, demon, causing insanity in humans (syn ανεμικό, δαιμονικό, ξωτικό):
- αερικόν το· αρκό· αρκόν.
-
- Kεραυνός:
- (Aχέλ. 1064).
[ουδ. του επιθ. αερικός ως ουσ. Η λ. με διαφορ. σημασ. τον 6. αι. (L‑S· βλ. και LBG). Απ. στο Somav. και σήμ. (‑ό)]
- Kεραυνός:
- αερικός, επίθ.
-
- Που τον φυσά ο αέρας, ευάερος:
- αερική γαρ πέφυκεν η πέτρα και σκιώδης (Παϊσ., Iστ. Σινά 1723).
[<ουσ. αέρας + κατάλ. ‑ικός. H λ. τον 5. αι. (DGE· βλ. και LBG) και σήμ. ιδιωμ.]
- Που τον φυσά ο αέρας, ευάερος:
- αερικός 1 -ή -ό [aerikós] Ε1 : που αναφέρεται στα αέρια: Aερικό θερμόμετρο.
[λόγ. αέρ(ιον) -ικός]
- αερικός 2 -ή -ό : (λαϊκότρ.) που αναφέρεται στον αέρα, ευάερος. || (ως ουσ.) το αερικό*, η αερική*.
[αέρ(ας) -ικός]
- αερικός, -ή, -ό [aerikós] (region. & lit αγερικός)
- ① well-ventilated, airy (syn αεράτος 1, αερινός 1, ευάερος):
- αερικό σπίτι well-ventilated house |
- ~ τόπος, αερικό πλάτωμα |
- αιώνια στο ταμπούρι αυτό τ' αγερικό ... κάντε τον αιώνιο πόλεμο (Vlachogiannis) |
- το θερμόμετρο (του παραθύρου) δείχνει εικοσιδύο βαθμούς σε μέρος σκιερό και αερικό (Melas) |
- τα κοίταζε όλα, καθισμένη στη λότζα της την αγερική (Panagiotop) |
- τα χλοερά, αερικά νησιά του Ωκεανού (Karouzou)
- ② light like air, very thin (syn αερινός 2, αέρινος 2, αερώδης, λεπτεπίλεπτος):
- αγερικά μαγνάδια |
- folks. χωρίς σεντόνια αγερικά να κοιμηθή δεν πέφτει |
- poem σαν το ξεσκέπαστο αγόρι | μ' ένα σεντόνι αερικό και μι' άνοιξη για μάτια (NPappas)
- ③ incorporeal, insubstantial:
- το αποδείχνει ο "ρεαλισμός" του Σαίξπηρ, ακόμη και όταν παρουσιάζη πρόσωπα εντελώς φανταστικά, "αερικά" (Papanoutsos) |
- poem μας μπάσαν και μας έσυραν στο αερικό σεράγι (Skipis) |
- (τα φύλλα) πέφτουν όπως λάχη εδώ κ' εκεί σαν κρεμάμενοι ήσκιοι αγερικοί (Agras)
[fr MG αερικός 'well-ventilated' (5th c. AD), der of AG ἀήρ]
- ① well-ventilated, airy (syn αεράτος 1, αερινός 1, ευάερος):