Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αεργία η [aerjía] Ο25 : η κατάσταση του άεργου, η έλλειψη απασχόλησης.
[λόγ. < αρχ. ἀεργία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αεργία [aeryía] η, (L)
- ① refraining from work because of inability or laziness, inactivity
- ② commonly, idleness, unemployment (syn ανεργία, έλλειψη εργασίας):
- η ~ είναι δυσμενής οικονομικός όρος ζωής |
- η άεργη ... παίρνει στο τηλέφωνο τη συνάδελφό της στην ~ ... για κανένα πινακλάκι (Palaiologos)
[fr K ἀεργία 'inactivity']