Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αεραποθήκη η [aerapoθíki] Ο30 : κλειστό τμήμα μηχανήματος όπου αποθηκεύεται αέρας.
[λόγ. αερ(ο)- + αποθήκη]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αεραποθήκη [aerapoθíci] η,
- part of a machine in which compressed air is stored, air tank
[cpd w. αποθήκη]