Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αερίζω [aerízo] -ομαι Ρ2.1 (συνήθ. παθ.) : α.εκθέτω κτ. στον αέρα: Άπλωσε τα σεντόνια στο μπαλκόνι για να αεριστούν, να πάρουν αέρα. β. ανανεώνω τον αέρα κλειστού χώρου: Άνοιξε πόρτες και παράθυρα, για να αερίσει το δωμάτιο. Οι χώροι εργασίας πρέπει να αερίζονται καλά.
[μσν. αερίζω < αέρ(ας) -ίζω (διαφ. το ελνστ. ἀερίζω `είμαι (λεπτός) σαν αέρας΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- αερίζω.
-
- Eκθέτω στον αέρα:
- στον άνεμο σκορπίζει … έμορφες πλεξίδες κι αερίζει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [1068]).
[<ουσ. αέρας + κατάλ. ‑ίζω· πβ. ανεμίζω. Άσχ. το μτγν. αερίζω. H λ. στο Somav. και σήμ.]
- Eκθέτω στον αέρα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αερίζω [aerízo] (& rare αγερίζω) aor αέρισα, mediop αερίζομαι, aor αερίστηκα, ppp αερισμένος
- ① expose to the (fresh) air, let fresh air into, to air (syn βγάζω στον αέρα, εξαερίζω):
- αερίζει τα σεντόνια το πρωί |
- τα ρούχα αερίζονται ταχτικά |
- άνοιξα τα παράθυρα ν' αεριστή το δωμάτιο |
- το υπόγειο δεν αερίζεται αρκετά |
- ευωδιές από το περιβόλι αερίσανε μέσα όμοια με σιγαλές αναπνοές μικρών παιδιών (Pasagiannis)
- ⓐ mediop freshen o.s. (syn παίρνω τον αέρα μου):
- βγαίνω έξω να αεριστώ
- ② freshen by causing movement of the air, fan etc (syn δροσίζω με αέρα, κάνω αέρα):
- αέρισέ με με τη βεντάλια fan me |
- αερίστε το πρόσωπο του παιδιού |
- αερίζονταν η κυρία με ριπίδι, με την τσάντα |
- αερίζονταν ο κύριος με το ψάθινο καπέλο |
- poem ω, το βιβλίο που τραγουδάει και σαν το ξεφυλλίζεις, | κάποια φτερά σ' αερίζουνε και κάτι αλαφρογγίζεις | σαν από μυστική πηγή (Palam) |
- ... ανάγερτη φαντάζει | σα ρήγισσα κοιμάμενη σκλαβί που την αερίζει (Melachrinos) |
- αερίζεις, θρήνε, μια φωτιά σε σκοτεινή ατμόσφαιρα (Malakasis)
[fr MG αερίζω, der of αέρας; cf AG, K ἀερίζω 'be like air']
- ① expose to the (fresh) air, let fresh air into, to air (syn βγάζω στον αέρα, εξαερίζω):