Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αεράτος -η -ο [aerátos] Ε3 : που έχει αέρα6, άνεση και χάρη στην εμφάνιση, στις κινήσεις, στη συμπεριφορά· (πρβ. χαριτωμένος, ζωηρός): Aνάλαφρο και αεράτο περπάτημα. Tου άρεσε έτσι όπως ήταν δροσερή κι αεράτη, όλο ζωή.
αεράτα ΕΠIΡΡ: Nτύνεται ~. [αέρ(ας) -άτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αεράτος, -η, -ο [aerátos]
- ① open to the air, airy (syn αερικός, ευάερος):
- αεράτο ξενοδοχείο
- ② quick-moving, agile, nimble, airy (syn ευκίνητος):
- ανάλαφρο και αεράτο περπάτημα |
- αεράτη κυρία, γυναίκα |
- μια κοπέλα αεράτη, σπαθάτη |
- ξανάρθε αεράτη, δροσερή, ένα ανθισμένο κοριτσόπουλο (Terzakis) |
- ερχόταν, ανάλαφρη, παιδική με τ' αεράτα μαλλιά της (id.)
[der of αέρας w. suff -άτος]
- ① open to the air, airy (syn αερικός, ευάερος):