Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αεράτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αεράτα [aeráta] adv
  • nimbly:
    • ντυμένη απλά και ~εμψυχώνει τον περίγυρο.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες