Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αενάως [aenάos] adv, (L) & region.
- all the time, continually:
- (η προσκυνητική λατρεία της αναμνήσεως της μορφής) διαιωνίζει την ωραιότητα (άλλως φθαρτή, αν δε συδαυλιζόταν ~ από την μνήμη ...) (Papatsonis) |
- poem άφησε να κοιτάξω το κύμα που ~ πορεύεται | σταθερά κι αμετάπειστα να συναντήση το θάνατο (Christofi) |
- αυτά τα μικρά συμβάντα του βίου συνθέτουν | ~ συνθέτουν | τον έκπαγλο της φύσεως προορισμό (Papaditsas)
[fr K ἀενάως]
- all the time, continually: