Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Aειπάρθενος η [aipárθenos] Ο36 : προσωνυμία της Παναγίας που έμεινε για πάντα αγνή και παρθένος.
[λόγ. < αρχ. ἀειπάρθενος, ελνστ. για την Παναγία]
[Λεξικό Κριαρά]
- αειπάρθενος, επίθ.· αειπαρθένος.
-
- (Προκ. για την Παναγία) που παρέμεινε παρθένα:
- (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 75r).
[αρχ. επίθ. αειπάρθενος. Ο τ. στο Somav.]
- (Προκ. για την Παναγία) που παρέμεινε παρθένα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αειπάρθενος [aipárθenos] f adj
- ① ever virgin, in anc hist usu of priestesses, in Christ rel of the mother of Jesus, i.e. an epithet of the Holy Virgin:
- eccl (L) πρεσβείαις της αειπαρθένου Mαρίας (benediction) |
- την αειπάρθενο Θεοτόκο, την αειπάρθενο μητέρα του υιού του Θεού |
- poem απρόσιτες γυναίκες, δεσποτικές, αυταρχικές, αειπάρθενες, | φίλες της νύχτας κλ (Ritsos)
- ⓐ synecd of the inventor of chemical reproduction of humankind:
- δεν άργησε ... ο Kυρ-Γιαννάκης ο ~ εφευρέτης της χημικής αναπαραγωγής του ανθρώπινου γένους (Myriv)
- ② as a name, η Aειπάρθενος the Holy Virgin:
- στην αειπάρθενο που συμβολίζει όλη τη γοητεία και τη δύναμη, την άφταστην ωραιότητα, κλ, δεν άναψα ποτέ το κερί του πιστού (Palam) |
- poem να ιδώ την Aειπάρθενο, να ιδώ το πρόσωπό της | πώς εκοκκίνησε καθώς πρωτόειδε το μικρό της (id.)
[fr K, PatrG ἀειπάρθενος; on pap 7th c. AD -θένος]
- ① ever virgin, in anc hist usu of priestesses, in Christ rel of the mother of Jesus, i.e. an epithet of the Holy Virgin: