Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αεικινησία [aicinisía] η,
- ceaseless or perpetual motion (syn αέναη κίνηση, διαρκής κίνηση, αεικίνητο):
- είναι πολύ δραστήριος, τον χαρακτηρίζει ~
[fr K, PatrG ἀεικινησία]
- ceaseless or perpetual motion (syn αέναη κίνηση, διαρκής κίνηση, αεικίνητο):