Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αεικινησία
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αεικινησία [aicinisía] η,
  • ceaseless or perpetual motion (syn αέναη κίνηση, διαρκής κίνηση, αεικίνητο):
    • είναι πολύ δραστήριος, τον χαρακτηρίζει ~

[fr K, PatrG ἀεικινησία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες