Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αεικίνητο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
αεικίνητο [aicínito] το, (& L αεικίνητον)
  • ① perpetual motion:
    • η ψυχή είναι αθάνατη, γιατί το ~ είναι αθάνατο (Vrettakos)
  • ② concretely, perpetual motion machine
  • ⓐ fig unsolvable problem (syn ουτοπία, χίμαιρα):
    • phr προσπαθεί να βρη το ~ he tries to square the circle, he is engaged in futility

[the n of αεικίνητος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αεικίνητος -η -ο [aikínitos] Ε5 : α.που κινείται, που ενεργεί πάντοτε και αδιάκοπα· δραστήριος: ~ άνθρωπος. Aεικίνητο βλέμμα. β. (ως ουσ.) το αεικίνητο, μηχανή που θα μπορούσε να παράγει ενέργεια αδιάκοπα και χωρίς δαπάνη και που η κατασκευή της σήμερα είναι αδύνατη.

[λόγ.: α: αρχ. ἀεικίνητος· β: σημδ. νλατ. perpetuum mobile]

[Λεξικό Γεωργακά]
αεικίνητος, -η, -ο [aicínitos]
  • ① in perpetual motion, ever moving (syn διαρκώς κινούμενος, που είναι σε συνεχή κίνηση):
    • αεικίνητα όντα |
    • ένα αεικίνητο πλήθος σκουλήκια a seething mass of worms αεικίνητα πόδια or χέρια restless feet or hands |
    • το μάτι του αεικίνητο (Palam) |
    • είναι άνθρωπος ζωηρός και ~ |
    • ~, με όλα του τα γεράματα, πηγαινοερχότανε από το εργαστήρι του (Nirvanas) |
    • ύμνησε τη λεύκα, με την αεικίνητη φυλλωσιά, γιατί του μοιάζει (Melas) |
    • φύση αεικίνητη, σε αέναη ροή (Tatakis) |
    • η αεικίνητη λάμψη των φλογών παρουσίαζε ... τις εξαίσιες προεξοχές του σώματός της (Theotokas)
  • ② synecd restless, fidgety, tireless, indefatigable, highly active (syn ανήσυχος, ακούραστος, ενεργητικός, δραστήριος, φίλεργος, ant αδρανής, βραδυκίνητος, οκνός):
    • είναι πολιτικός ~ |
    • ένα αεικίνητο πνεύμα ελευθερίας και τόλμης (Theotokas)

[fr AG, K, MG ἀεικίνητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες