Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αειθαλής -ής -ές [aiθalís] Ε10 : α.(για φυτά) που διατηρεί το φύλλωμά του σ΄ όλη τη διάρκεια του χρόνου. ANT φυλλοβόλος: Aειθαλή δέντρα. β. (μτφ., για άνθρ.) που δεν έχει χάσει τη νεανική του δύναμη, ζωντάνια· ακμαίος, θαλερός: ~ γέρος.
[λόγ. < ελνστ. ἀειθαλής]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αειθαλής, -ής, -ές [aiθalís]
- ① bot ever flourishing, evergreen, indeciduous (syn αμάραντος, ant φυλλοβόλος):
- αειθαλή φυτά evergreen plants, evergreens |
- ~ δάφνη |
- φαίνονται ... σα σκληρές, αειθαλείς άκανθες (Tsatsos) |
- συλλογίστηκες ... τι περίεργα πράματα αναδίνουν αυτές οι χλωμές και αειθαλείς δεντροστοιχίες; (Theotokas)
- ② fig ever-blooming, staying ever young, hale and hearty (syn αγέραστος 1, ακμαίος, ανθηρός, θαλερός, σφριγηλός):
- ~ πρεσβύτης or γέροντας hale and hearty old man |
- ~ και αγέραστος blooming and not aging |
- η πιο επικίνδυνη είναι η ~ μαμά (Melas) |
- ίσως το σκαρί της Eυανθίας να 'ταν σαν αυτών των αειθαλών (γυναικών) (Xenop)
[fr AG, K ἀειθαλής]
- ① bot ever flourishing, evergreen, indeciduous (syn αμάραντος, ant φυλλοβόλος):