Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αείμνηστος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αείμνηστος -η -ο [aímnistos] Ε5 : (για νεκρό) που αξίζει να μείνει παντοτινά στη μνήμη των ανθρώπων· (πρβ. αλησμόνητος): Tα ονόματα των αείμνηστων ευεργετών.

[λόγ. < αρχ. ἀείμνηστος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αείμνηστος, -η, -ο [aímnistos] (L)
  • of everlasting remembrance, ever memorable, unforgettable (syn άξιος παντοτινής μνήμης, αλησμόνητος, αξέχαστος, L αοίδημος):
    • ο ~ διδάσκαλος the unforgettable master |
    • ο ~ φίλος μας |
    • οι αείμνηστοι γονείς μου |
    • τιμούμε τους αείμνηστους αγωνιστές της επαναστάσεως του 1821 |
    • ~ μέγας πολιτικός

[fr MG ← K, AG ἀείμνηστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες