Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αδυνατά, επίρρ.,
- βλ. δυνατά.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδύνατα1 [a∂ínata] adv
- without strength, weakly (syn αδύναμα, χωρίς δύναμη):
- στρατιώτες της κατοχής ...φυλάνε με τη μπαγιονέτα κι αντιστέκονται κάπως ~στην ασυνήθιστην αυτή του κόσμου προσβολή (Vlachogiannis) |
- οι συγγραφείς τούς έχουν σκιαγραφήσει ~και χωρίς αγάπη (Papanoutsos) |
- η παράδοση αυτή εξακολουθεί βέβαια να επιδρά ακόμη, άλλά ολοένα και πιο ~(Vacalop)
[fr acc pl n of αδύνατος]
- without strength, weakly (syn αδύναμα, χωρίς δύναμη):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδύνατα2 [a∂ínata] τα,
- impossible tasks or cases (ant τα δυνατά):
- υπάρχουν τα ~ και τα δυνατά (Tsatsos) |
- ήτανε στον κόσμο πια των αδυνάτων οι Tούρκοι και Γραικοί μαζί να ζήσουν (Vlachogiannis) |
- idiom phr επιχειρώ or τολμώ τα ~ I embark on or dare the impossible |
- κάνω (έκαμα) τ' ~ δυνατά I do (did) the impossible, go (went) through thick and thin, leave (left) nothing undone toward achieving a goal (fr NT Luke 18:26) |
- αγωνίζεται να κάμη δυνατά τ' ~ |
- είναι των αδυνάτων (αδύνατο) s. 1b
[n of αδύνατος]
- impossible tasks or cases (ant τα δυνατά):