Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αδύναμος, επίθ.
-
- 1) Eξασθενημένος, αδύναμος:
- ήτονε γέροντας και αδύναμος (Xρον. σουλτ. 13928).
- 2) Aδυνατισμένος, ισχνός:
- αδύναμο, πολλά χλομό και κατηγορημένο, δίχως φαΐ (Eρωτόκρ. Γ´ 728).
[μτγν. επίθ. αδύναμος. H λ. και σήμ.]
- 1) Eξασθενημένος, αδύναμος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδύναμος -η -ο [aδínamos] Ε5 : που δεν έχει δύναμη, ισχύ· αδύνατος: Aδύναμη φωνούλα. ~ χαρακτήρας.
[ελνστ. ἀδύναμος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδύναμος, -η, -ο [a∂ínamos]
- ① lacking strength, weak, languid, frail (syn in αδύνατος 1):
- ~ άνθρωπος, άντρας |
- αδύναμη γυναίκα |
- αδύναμο παιδί, αδύναμα πουλιά |
- αδύναμο σώμα or πλάσμα, αδύναμο καλάμι |
- αδύναμα φτερά |
- αδύναμα κορμιά |
- αδύναμο πόδι, αδύναμα πόδια |
- αδύναμα χέρια |
- αδύναμη καρδιά |
- αδύναμο στήθος |
- αδύναμα βλαστάρια |
- αδύναμα κλαράκια |
- αδύναμη λιακάδα |
- αδύναμες σκιές |
- prov ~ με λόγια φοβερίζει a weak person makes only verbal threats |
- δεν αγαπάει ο Θεός τις αδύναμες ψυχές και τις πλαδαρές σάρκες (Kazantz) |
- είμαι ένα πλάσμα εφήμερο, αδύναμο, καμωμένο από λάσπη κι ονείρατα (id.) |
- γυμνάζονταν στις αδύναμες αχτίδες του αβασίλευτου ήλιου (Chourmouziadis) |
- οι νέοι κίονες που είναι βαρείς μοιάζουν αισθητικώς αδύναμοι (Michelis) |
- τα δεντράκια είναι φίλοι αδύναμοι (Manglis) |
- poem μπορεί πικρές κι αδύναμες γυναίκες |...|...|... να πουν (Sikel) |
- κι όμως φοβάσαι, αδύναμε, παίγνιο της μοίρας σου, ω θνητέ (Malakasis) |
- ας μη μας ξεχάσουν | τις αδύναμες ψυχές μέσα στ' ασφοδίλια (Seferis) let them not forget us, the weak souls among the asphodels |
- | Spec phr |
- άμυνα αδύναμη |
- αδύναμη φωνή |
- μια δέσμη αδύναμο φως έπεσε πάνω τους |
- ~ στεναγμός |
- ~ πόθος |
- αδύναμο πείσμα |
- ~ και ρηχός ερωτισμός |
- αδύναμη απόδειξη flimsy evidence |
- αδύναμα επιχειρήματα weak arguments |
- τα δεχόταν γελούμενη ... μόνο με την αδύναμη ... αντίσταση που βάζουν ψυχόρμητα τα κοριτσάκια (Xenop) |
- φούσκωνε μέσα του ένα παράπονο ... αδύναμο (Theotokas) |
- ανθρώπινο θάρρος που, άοπλο κι αδύναμο, καταβάλλει την τυφλή δύναμη (Ploritis)
- ⓐ lean, thin, skinny (syn ισχνός):
- ~ άνθρωπος σαν τσίρος
- ② powerless (syn in αδύναμος 3):
- οι φτωχοί και αδύναμοι δεν τον φοβήθηκαν ποτέ (Kanellop) |
- η Πόλη ήταν αδύναμη μπροστά στην ορμητικότητα της καινούργιας οθωμανικής εξόρμησης (Dimaras)
- ③ incapable, unable (ανίκανος, ανίσχυρος):
- phr είμαι ~ (syn αδυνατώ) |
- το πιάνο είναι αδύναμο να τα εκφράση όλ' αυτά (Spandonidis) |
- η φιλοσοφική σκέψη είναι αδύναμη να νουθετήση την ψυχή (Tsatsos) |
- το πνεύμα είναι αδύναμο από μόνο του να δημιουργήση δι' εαυτό μιαν απλή νέα ιδέα (Michelis transl of Locke) |
- poem αδύναμοι όλοι μας να ξεστρατίσουμε | απ' ό,τι μας γράφει μέσα στίς φλόγες της η κακάβα (Papatsonis)
[fr MG αδύναμος ← K, PatrG]
- ① lacking strength, weak, languid, frail (syn in αδύνατος 1):