Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδύναμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αδύναμα [a∂ínama] adv
  • without strength, weakly (syn αδύνατα1):
    • απλωμένο του χέρι σάλευε ~(GAnastasiadi, Paramythia) |
    • μου 'λεγε ~ |
    • φύγε! (DSotiriou) |
    • χαμογελάει~(Roufos) |
    • νοιώθουν ζωηρά ό,τι οι άλλοι θαμπά κι ~

[der of αδύναμος]

[Λεξικό Κριαρά]
αδυναμάρης, επίθ.· ουδ. αδυναμάρι.
  • Που δεν έχει καμιά δύναμη ή εξουσία:
    • πόθεν ήλθετε σ’ εμέν τ’ αδυναμάρι, στον δούλον σας …; (Xούμνου, Kοσμογ. 1111).

[<επίθ. αδύναμος + κατάλ. άρης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες