Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αδόλωτος, επίθ.
-
- 1) Eιλικρινής, πιστός:
- οι χριστιανοί την φιλίαν την προς αυτόν έχουσιν αδόλωτον (Δούκ. 29112).
- 2) Aγνός, αθώος:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [571]).
- 3) Aνόθευτος, γνήσιος:
- ασήμιν το αδόλωτον (Λίβ. Esc. 757).
[<στερ. α‑ + δολώ ‑ώνω. H λ. τον 4. αι. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Eιλικρινής, πιστός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδόλωτος -η -ο [aδólotos] Ε5 : που δεν του έχουν προσαρμόσει δόλωμα: Aδόλωτο αγκίστρι. Aδόλωτα παραγάδια.
[α- 1 δολώ(νω) -τος (διαφ. το ελνστ. ἀδόλωτος `αδιάφθορος΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδόλωτος, -η, -ο [a∂ólotos]
- not provided w. bait, unbaited (syn χωρίς δόλωμα, ant δολωμένος):
- αδόλωτο παραγάδι |
- prov phr αδόλωτ' αγκίστρια ψάρια δεν πιάνουν.
- not provided w. bait, unbaited (syn χωρίς δόλωμα, ant δολωμένος):