Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αδόκιμος, επίθ.
-
- 1) Που δεν επιδοκιμάζεται, που δεν εγκρίνεται:
- (Oρνεοσ. αγρ. 57711), (Iστ. Bλαχ. 2744).
- 2) Άπειρος, ανάξιος, ακατάλληλος:
- Περί τεχνίτου κτίστου αδοκίμου, οπού κτίζει στραβά (Bακτ. αρχιερ. 182).
[αρχ. επίθ. αδόκιμος. H λ. και σήμ.]
- 1) Που δεν επιδοκιμάζεται, που δεν εγκρίνεται:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδόκιμος -η -ο [aδókimos] Ε5 : που δεν είναι δόκιμοςI: Aδόκιμη γλώσσα / λέξη / φράση. Aδόκιμο ύφος. ~ όρος. Aδόκιμη χρήση όρου. || (για συγγραφείς κτλ.): Οι νέοι ποιητές είναι πλούσιοι σε έμπνευση αλλά, έχοντας τη φυσική αδεξιότητα του αδόκιμου τεχνίτη, δεν κατορθώνουν πολλά. Άπειροι και εντελώς αδόκιμοι ηθοποιοί.
αδόκιμα ΕΠIΡΡ: H λέξη χρησιμοποιείται εδώ ~, καταχρηστικά. [λόγ. < αρχ. ἀδόκιμος `που δεν είναι νομικά αποδεκτός΄ κατά τη σημ. του αντ. δόκιμοςI]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδόκιμος, -η, -ο [a∂ócimos] (L)
- not approved, unsatisfactory, unacceptable (syn μη δόκιμος, απαράδεκτος, απόβλητος):
- αδόκιμη γλώσσα, λέξη |
- αδόκιμες, ανάττικες εκφράσεις not classical expressions |
- αδόκιμη μετάφραση |
- αδόκιμα έργα |
- μέτριο και αδόκιμο μυθιστόρημα |
- ο στίχος είναι ~ |
- αδόκιμο ύφος style not approved |
- ~ τύπος unclassical form |
- ~ συγγραφέας |
- υπάρχουν συγγραφείς δόκιμοι και συγγραφείς αδόκιμοι |
- μερικοί νέοι ηθοποιοί... άπειροι κ' εντελώς αδόκιμοι σχημάτισαν ένα θίασο (Thrylos) |
- νέοι και άπειροι ακόμη καλλιτέχνες είναι πλούσιοι από εμπνεύσεις, αλλά... από τη φυσικήν αδεξιότητα του αδόκιμου ακόμη τεχνίτη... δεν κατορθώνουν κλ (Papanoutsos)
[fr MG αδόκιμος ← AG]
- not approved, unsatisfactory, unacceptable (syn μη δόκιμος, απαράδεκτος, απόβλητος):