Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδόκητα [a∂ócita] adv
- unexpectedly, in an unforeseen way (syn απροσδόκητα, απρόβλεπτα):
- την είχα ιδεί ~ και για πρώτη φορά διαχυτική (Terzakis) |
- (η ίδια ζάλη) τον τυλίγει, σα να δέχτηκε ~ ένα μουγγό χτύπημα (id.) |
- τα θέματα όσα δανείζεται από το δημοτικό τραγούδι συμπλέκονται ~ και μας ξενίζουν (Dimaras) |
- (την κατοπινή λαμπρή εξέλιξή του)... τόσο νωρίς και ~ την σταμάτησε ο θάνατος (Tsatsos) |
- poem ξάφνου πλημμύριζεν ~ η καρδιά του (Sikelianos)
[fr AG ἀδόκητα = ἀδοκήτως]
- unexpectedly, in an unforeseen way (syn απροσδόκητα, απρόβλεπτα):