Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδυσώπητος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδυσώπητος -η -ο [aδisópitos] Ε5 : που δεν κάνει καμία απολύτως υποχώρηση· αμείλικτος: Aδυσώπητο μίσος. Aδυσώπητη κριτική / εκδίκηση / τιμωρία. ~ αντίπαλος / εχθρός / κατήγορος. Οι αδυσώπητοι νόμοι της ιστορίας. Aδυσώπητη μοίρα μας κατατρέχει. αδυσώπητα ΕΠIΡΡ: ~ μας καταδιώκει η μοίρα.

[λόγ. < ελνστ. ἀδυσώπητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδυσώπητος, -η, -ο [a∂isópitos] (L)
  • implacable, inexorable, relentless (syn αμείλικτος, άτεγκτος, σκληρός):
    • φοβερή και αδυσώπητη οργή |
    • αδυσώπητο πάθος or μίσος relentless passion, unappeasable hatred |
    • ~ αντίπαλος (εχθρός, κατήγορος, τύραννος) relentless opponent (enemy, accuser, tyrant) |
    • ~ επικριτής or σατιρικός implacable critic or satirist |
    • ~ αρνητής του έργου άλλου implacable denier of another's work |
    • ~ κερδοσκόπος inexorable profiteer |
    • η αδυσώπητη ροή του χρόνου |
    • ο ~ νόμος της φθοράς |
    • οι αδυσώπητοι νόμοι της ιστορίας |
    • αδυσώπητη ανάγκη, αδυσώπητη μοίρα |
    • η αδυσώπητη μοίρα του θανάτου |
    • ο θάνατος έρχεται ~ (Papanoutsos) |
    • ~ αγώνας, αδυσώπητη πάλη, αδυσώπητα γεγονότα |
    • ~ διωγμός, αδυσώπητο κυνήγι |
    • αδυσώπητο κυνήγημα λαθών |
    • αδυσώπητη κομματική διαμάχη |
    • αδυσώπητα της μοίρας χτυπήματα |
    • αδυσώπητη συμφορά |
    • αδυσώπητη πραγματικότητα |
    • αδυσώπητη λογική reasoning kept strictly consistent |
    • αδυσώπητη συνέπεια inexorable consequence |
    • ~ αυτοέλεγχος |
    • αδυσώπητη ευσυνειδησία |
    • αδυσώπητα οικονομικά εμπόδια |
    • ~ ασκητισμός |
    • ~ στην επιδίωξη της δικαιοσύνης relentless in his pursuit of justice |
    • το ζήτημα ... μπερδεύτηκε μέσα στ' αδυσώπητα γρανάζια της γραφειοκρατίας (Panagiotop) |
    • η αδυσώπητη πολεμική των επίσημων εκπρόσωπων της ακαδημαϊκής κριτικής (Thrylos) |
    • poem τ' αδυσώπητο χέρι του εχτρού | δεν έκανε λειψή την ιστορία μας (Xydis) |
    • για μας θα μένη αδιάλλαχτη πάντα η φριχτή ειμαρμένη | κ' η θάλασσα αδυσώπητη θα μας περιγελάη (Malakasis)

[fr K, AG ἀδυσώπητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες