Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδυνατώ [aδinató] Ρ10.9α (μόνο στο ενεστ. θ.) : δεν μπορώ, δεν έχω την ικανότητα ή τη δυνατότητα να κάνω κάτι· μου είναι αδύνατο να κάνω κάτι: Λυπάμαι, αλλά ~ να σε βοηθήσω. Aδυνατούν να κρίνουν ή να αποφασίσουν μόνοι τους.
[λόγ. < αρχ. ἀδυνατῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- αδυνατώ.
-
- 1)
- α) Δεν έχω τη δύναμη να αντιμετωπίσω κάπ., υστερώ (απέναντι σε κάπ.):
- (Bίος Aλ. 1747)·
- β) είμαι ανίκανος:
- αδυνατεί της συναφείας (Eλλην. νόμ. 53221).
- α) Δεν έχω τη δύναμη να αντιμετωπίσω κάπ., υστερώ (απέναντι σε κάπ.):
- 2) (Προκ. για πράγμα) είναι κ. αδύνατο:
- (Διγ. Α 585).
[αρχ. αδυνατέω. H λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδυνατώ1 [a∂inató] aor βρέθηκα σε αδυναμία, impf αδυνατούσα,
- be unable, be incapable, cannot (syn είμαι ανίκανος, δε μπορώ):
- ~ να το κάμω, να τον βοηθήσω, να τον δεχτώ, να τον πιστέψω I cannot do it, help him etc |
- την ποίηση ~ να τη συλλάβω έξω από το στίχο (Palam) |
- αδυνατούν ν' αντιμετωπίσουν τις κρίσιμες περιστάσεις της εποχής (Vacalop) |
- αδυνατούν να τις εκφράσουν (τις ιδέες τους) (Papanoutsos) |
- ο πατέρας αδυνατεί ν' ασκήση την πατρική εξουσία (Christidis AK) |
- αδυνατώντας ... να καταλάβη σιωπά (Kastanakis) |
- αδυνατώντας να εξοικονομήσουν ... το ψωμί τους εκπατρίζονται
[fr MG αδυνατώ ← K, AG, der of ἀδύνατος]
- be unable, be incapable, cannot (syn είμαι ανίκανος, δε μπορώ):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδυνατώ2 s. αδυνατίζω.