Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αδυνατότητα η.
-
- Δύναμη:
- να μπορέσει με τόση αδυνατότητα το τείχος να μην πέσει (Tζάνε, Kρ. πόλ. 50022).
[<επίθ. αδυνατός (βλ. δυν‑) + κατάλ. ‑τητα. Πβ. νεότ. ουσ. δυνατότης (Κουμαν.) ‑τητα (Κριαρ.)]
- Δύναμη: