Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αδυνατός, επίθ.,
- βλ. δυνατός.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδύνατος -η -ο [aδínatos] Ε5 : 1α.που δεν έχει υλική δύναμη. ANT δυνατός: Aδύνατο αεράκι. || εξασθενισμένος: Aδύνατη φωνή. Aδύνατη όραση / ακοή. ~ οργανισμός. β. που δεν έχει αντοχή: Aδύνατο ξύλο. γ. που δεν έχει δύναμη ηθική: Aδύνατα επιχειρήματα, ισχνά, φτωχά, που εύκολα καταρρίπτονται. || ~ χαρακτήρας, που δεν προβάλλει ικανή αντίσταση, που εύκολα παρασύρεται, υποτάσσεται. 2. ισχνός, λεπτός: Aδύνατο, κοκαλιάρικο σώμα. 3. που δεν μπορεί να γίνει, να πραγματοποιηθεί· ακατόρθωτος, ανέφικτος. ANT δυνατός: Tίποτα δεν είναι αδύνατο· όλα γίνονται. 4. που υστερεί σε κπ. τομέα γνώσης, κυρίως για εκπαιδευόμενο: Είναι ~ στα μαθηματικά. || (έκφρ.) είναι των αδυνάτων αδύνατο, είναι εντελώς ακατόρθωτο. είναι ανθρωπίνως* αδύνατο. είναι φύσει* αδύνατο. κάνω τα αδύνατα δυνατά για να
, κάνω τα πάντα. || είναι αδύνατο να
, δεν είναι εφικτό να
: Είναι αδύνατο να αρνηθεί. Mου είναι αδύνατο να δεχτώ την πρότασή σας. 5. (γραμμ.) ~ τύπος μιας προσωπικής αντωνυμίας, η μορφή της που έχει λιγότερες συλλαβές και που προφέρεται χωρίς τόνο, π.χ. μου, μας, σε αντιδιαστολή προς το δυνατό τύπο.
αδυνατούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ στη σημ. 2. αδυνατούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ στη σημ. 2. [αρχ. ἀδύνατος· αδύνατ(ος) -ούλης, -ούτσικος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδύνατος, -η, -ο [a∂ínatos]
- ① generally, med etc lacking strength, e.g. physically weak, feeble (syn αδύναμος 1, ασθενής, άτονος, ant δυνατός):
- ~ άνθρωπος |
- τον βρίσκω αδύνατο |
- αισθάνομαι ~ I feel weak |
- φυσιολογικώς αδύνατα όντα |
- αδύνατο πλάσμα του Θεού |
- αδύνατο παιδί weakling |
- αδύνατο στομάχι |
- αδύνατα πόδια |
- ~ σφυγμός thready (weak) pulse |
- αδύνατο δέντρο |
- αδύνατο καλάμι |
- αδύνατη αναπνοή |
- αδύνατα αναπνευστικά όργανα |
- αδύνατο χαμόγελο |
- σκότωσε την κόρη του με τη νοσηρά αδύνατη κρίση |
- ~ ηθικώς morally frail |
- άνθρωπος με αδύνατο χαρακτήρα person of weak character |
- ~ άνεμος (αέρας), αδύνατο ρεύμα |
- αδύνατο ελατήριο weak spring |
- αδύνατο σκοινί rope w. no resistance (syn χωρίς αντοχή) |
- αδύνατη αλυσίδα |
- poem την κεφαλή στα γόνατα | τ' αδύνατα ακουμπάει (Solom) |
- ... χυμάει μια Λάμια | και σαν αδύνατα ξερά καλάμια | τα σιδερένια μας νιάτα συντρίβει (Palam) |
- | Spec phr |
- οι συζητήσεις φανέρωσαν τις αδύνατες πλευρές (της ενέργειας) (Christidis) |
- αδύνατο σημείο weak point, foible, flaw (syn αδυναμία 5) |
- αδύνατο σημείο του είναι τα μαθηματικά his weak point is mathematics |
- αδύνατο σημείοσχεδίου flaw in a scheme |
- αδύνατα σημεία shortcomings |
- σφυροκοπούν τα πιο επίμαχα και αδύνατα σημεία (sc των τειχών) (Vacalop) |
- η παράσταση ... είχε παρουσιάσει αδύνατα σημεία(Thrylos) |
- ~ ήχος low sound |
- αδύνατη κραυγή low cry |
- φωνή αδύνατη low (faint, weak, tenuous) voice (syn άτονη φωνή) |
- mus ~ χρόνος weak beat |
- αδύνατο φως weak, dim light |
- ~ φωτισμός dim lighting |
- αδύνατη φωτιά dull fire |
- έχω αδύνατη όραση be dull-sighted |
- ~ ανοιξιάτικος ήλιος weak spring sunshine |
- αδύνατη μυρουδιά (e.g. του βασιλικού, των φρούτων) faint odor |
- αδύνατη άμυνα (αντίσταση) slight, poor, ineffective defense (resistance) |
- αδύνατη μνήμη failing (unretentive, poor, defective, short) memory |
- poem η Mνήμη φέγγει αδύνατη κ' η Eλπίδα κοντοβλέπει (Sikel)
- ⓐ not bulky or fat, meager, gaunt, thin, atrophied, emaciated (syn άσαρκος, άπαχος, αχαμνός, ισχνός, ξερακιανός, ant δεμένος, εύσωμος L, παχύς):
- αδύνατη σάρκα |
- αδύνατο κρέας lean meat |
- αρνί αδύνατο |
- ~ άνθρωπος person without much flesh |
- αδύνατη αγελάδα |
- αδύνατο χέρι, πρόσωπο
- ⓑ weakened in its main substance, diluted, weak:
- αδύνατο πιοτό watery, thin, drink |
- αδύνατο τσάι |
- αδύνατο ζουμί, αδύνατη σούπα
- ⓒ not of high grade or standards, inferior, second-rate, imperfect, faulty:
- ~ μαθητής weak student |
- ~ στα γαλλικά poor in (or at) French |
- αδύνατη δικαιολογία lame excuse |
- αδύνατο επιχείρημα poor, unconvincing argument |
- αδύνατο ύφος weak style (ant αρρενωπό or δυνατό ύφος) |
- το έργο του ... είναι ... από πολλές απόψεις αδύνατο (Theotokas) |
- όσο πιο ~ ο δημιουργός μας, τόσο και πιο εύλογο είναι να είμαστε τόσοι ατελείς καμωμένοι (Theodorakop) |
- το ερωτικό (πάθος ως θέμα της τέχνης) ... πολύ συχνά παρασύρει τους αδύνατους καλλιτέχνες ... σε τέτοιον εκτροχιασμό (Papanoutsos) |
- poem αυτοί οι σοφοί δυο λόγους, όπως λένε, | το δυνατό και τον αδύνατο, έχουν. | O ~ υποστηρίζει, λένε, | τ' άδικο... (Stavrou Ar)
- ② that cannot be done, unfeasible, impossible (syn ακατόρθωτος, απραγματοποίητος, ant κατορθωτός, πραγματοποιήσιμος):
- είναι πράγμα αδύνατο it is impossible |
- είναι δυνατόν αυτό; αδύνατο |
- τίποτε δε μου φαινόταν αδύνατο |
- η φοροδιαφυγή (είναι) περίπου αδύνατη tax evasion is almost impossible (Theotokas) |
- (διαφορά ουσιαστική) κάνει αδύνατη κάθε συνεργασία (Tatakis) |
- idiom phr το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον (L) fate is inescapable
- ③ lacking power, powerless, lacking forcefulness or influence, weak (syn αδύναμος 2, ανίσχυρος, ant δυνατός, ισχυρός):
- χτυπούν τον αδύνατο |
- έδιωξε τους αδύνατους |
- κ' έχομεν και δυνατούς οχτρούς κ' εμείς είμαστε αδύνατοι (Makryg) |
- τυραννούσε τους αδυνατότερούς της (Psichari) προτίμησε να βοηθήση το αδύνατο μέρος the powerless side; (Vacalop) |
- δικαιοσύνη είναι το δικαίωμα του πιο αδύνατου (Vrettakos)
- ⓓ weak (esp economically), dependent:
- έχω τόση αδύνατη φαμελιά και δεν πιτηδεύομαι να κολακεύω τους δυνατούς (Makryg) |
- πονούμε τη γυναίκα, που είναι το αδύνατο μέρος (Prevelakis)
- ④ not forceful, ineffective:
- έλλειψη ζεστής φαντασίας... κάνει τις δραματικές εικόνες αδύνατες (Melas) |
- συνθετικές αρχές από καθαρές έννοιες χωρίς εποπτεία είναι αδύνατες (Papanoutsos)
[fr K, AG ἀδύνατος]
- ① generally, med etc lacking strength, e.g. physically weak, feeble (syn αδύναμος 1, ασθενής, άτονος, ant δυνατός):