Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδυνατισμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αδυνατισμένος, -η, -ο [a∂inatizménos]
  • ① weakened, attenuated, emaciated (syn εξασθενημένος, ισχνός):
    • ήταν πολύ αδυνατισμένη και κατάχλωμη (Theotokas) |
    • το αδυνατισμένο ασκητικό κορμί του (Kanellop) |
    • κάρφωνε τα μάτια της στ' αδυνατισμένο πρόσωπο του παράλυτου (Vlami)
  • ② having lost stamina, strength, power:
    • μια φυλή... δεν εξαλείφεται από έναν... πιο αδυνατισμένο και εκφυλισμένο πολιτισμό (Papatsonis) |
    • η ψυχή του Iουλιανού ήταν αδυνατισμένη (Thrylos)

[ppp of αδυνατίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες