Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδυναμία η [aδinamía] Ο25 : 1.έλλειψη σωματικής δύναμης· εξάντληση, ατονία: Δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του από την ~. || ισχνότητα: Aπό την ~ φαίνονται τα κόκαλά του. 2. έλλειψη ψυχικής ή πνευματικής δύναμης, ικανότητας ή διάθεσης: Δήλωσε ~ να αποφασίσει μόνος. Bρίσκομαι σε ~ να κάνω κάτι, αδυνατώ. 3α. αδυναμία χαρακτήρα, ελάττωμα: Παρ΄ όλες τις αρετές δεν του έλειπαν και κάποιες αδυναμίες. β. αδύνατο σημείο, ατέλεια: Tο σχέδιο παρουσιάζει ορισμένες αδυναμίες και ελλείψεις 4. έλλειψη δυνατότητας: H ~ των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων να αντιμετωπίσουν την άνοδο του τιμάριθμου. 5α. ιδιαίτερη, υπερβολική συμπάθεια, εύνοια, στοργή: Έχει ~ στο μικρότερό της γιο. β. αντικείμενο συμπάθειας, αγάπης ιδιαίτερης: Tο καλό κρασί είναι η ~ του. H μόνη του ~ ήταν τα εγγόνια του.
[λόγ.: 1, 2, 4: αρχ. ἀδυναμία `έλλειψη δύναμης, ανικανότητα΄· 3, 5: σημδ. γαλλ. faiblesse]
[Λεξικό Κριαρά]
- αδυναμία η· αδυναμιά.
-
- 1) Έλλειψη σθένους, δειλία:
- (Έκθ. χρον. 1317).
- 2) Δύσκολη, μειονεκτική θέση:
- (Διακρούσ. 851).
[αρχ. ουσ. αδυναμία. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- 1) Έλλειψη σθένους, δειλία:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδυναμία [a∂inamía] η, (& region. αδυναμιά)
- ① lack of strength, weakness):
- ηθική ~ |
- πολιτική ~ (ant πολιτική δύναμη) |
- καταλογίζει ~ στα ανθρώπινα όντα
- ② med etc weakness, feebleness, infirmity, debility (syn ατονία, εξάντληση, ant δύναμη, ρώμη):
- γεροντική ~ |
- από την ~ δεν μπορεί να σταθή στα πόδια του |
- ~ μνήμης poor memory, forgetfulness |
- ~ οράσεως feebleness of vision, poor eyesight
- ③ inability, incapacity (syn ανικανότητα):
- βρίσκομαι σε ~ να το κάμω I am unable to do it (syn αδυνατώ να το κάμω) |
- εδήλωσε ~ ν' αποφασίση |
- η ~ των δεσποτών να πληρώσουν το φόρο υποτελείας (Vacalop) |
- διατυπώνει με παρρησία ... την ~ του να υποταχθή σε μια τυποποιημένη γλώσσα (Chourmouzios) |
- έχει ~ στα μαθηματικά (syn είναι αδύνατος στα μαθηματικά)
- ④ failing, fault (syn ελάττωμα, κακή συνήθεια, κουσούρι):
- ~ χαρακτήρος fault in one's character |
- ηθική ~ moral frailness |
- οι νέοι έχουν μια ~ να θεωρούν τους μεγαλύτερούς τους γέρους (Vrettakos)
- ⓐ object of failing, weakness:
- το κρασί είναι η ~ του
- ⑤ shortcoming, foible, imperfection (syn αδύνατο σημείο, ατέλεια):
- έχω αδυναμίες και ελλείψεις have failings and deficiencies |
- αδυναμίες του ποιητικού έργου του ποιητή |
- το βιβλίο ήτανε ... μαζί η δύναμη και η ~ του (Palam) |
- ας μου συγχωρήση αυτές τις μικρές αδυναμίες (Chourmouzios) |
- το σχέδιο ... παρουσίαζε ... ορισμένες αδυναμίες (Terzakis)
- ⑥ strong liking of, excessive fondness for, weakness, partiality, indulgence (syn υπερβολική στοργή οr συμπάθεια):
- έχει ~ στην κόρη του he has a soft place in his heart for his daughter |
- η ~ της μητέρας για τα παιδιά της a mother's weakness (indulgence) for her children
- ⓑ object of excessive affection, of weakness (syn το πολύ συμπαθούμενο πρόσωπο):
- τα παιδιά του ήταν η ~ του
[fr MG, K ἀδυναμία ← AG; ἀδυναμιά fr LMG]
- ① lack of strength, weakness):