Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδυνάτισμα το [aδinátizma] Ο49 : απώλεια σωματικού βάρους: Γρήγορο και υγιεινό ~.
[αδυνατισ- (αδυνατίζω) -μα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδυνάτισμα [a∂inátizma] το,
- ① med etc loss of weight, fat reduction, emaciation, debilitation, enfeeblement, wasting away (syn απίσχνανση, εξασθένιση, εξάντληση, ant δυνάμωμα):
- (σε πολλές περιπτώσεις) το ~οφείλεται σε ανεπάρκεια τροφής (Louros) |
- οι πλεξούδες των μαλλιών χύνονται στη ράχη δυναμώνοντας έτσι το κρίσιμο ~του λαιμού (Miliadis)
- ② reduction in strength or power (syn ελάττωση της δύναμης, εξασθένηση, ant ενίσχυση):
- ~τηςέντασης (Papanoutsos) |
- χρειάζεται να συμβή κάποιο ~του ενστίκτου (Despotop) |
- ένα ~της τοπικής αριστοκρατίας... και μια ενίσχυση των άλλων τάξεων (Dimaras) |
- στη σύνθεση του συμπλέγματος ... αισθάνεται κανείς την κρυάδα του υπολογισμού, το ~του γνησίου ελληνιστικού ξεσπάσματος (ChKarouzos)
[der of αδυνατίζω]
- ① med etc loss of weight, fat reduction, emaciation, debilitation, enfeeblement, wasting away (syn απίσχνανση, εξασθένιση, εξάντληση, ant δυνάμωμα):