Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδρότητα [a∂rótita] η,
- vigor, vigorous action, ruggedness (syn δύναμη, σφρίγος, σφριγηλότητα):
- ο δημοτικός ποιητικός λόγος σε κανένα έργο άλλου ποιητή δεν μπόρεσε να πάρη αυτή την ~(Melas) |
- μπορούμε να χαρούμε πλέρια την ~του μνημείου με τη διπλή κιονοστοιχία (Miliadis) |
- διαγράφονται με αρκετή ~ταχαρακτηριστικά της σεμνής ... θεότητας της αρετής (Papanoutsos) |
- (ο ποιητής) πλάτυνε τα ψυχικά και πνευματικά όρια της ρουμελιώτικης ποίησης, κατεργάστηκε την αδρότητά της με λεπτούς εκφραστικούς τρόπους (Karantonis)
[fr K ἁδρότης 'vigor, strength; abundance']
- vigor, vigorous action, ruggedness (syn δύναμη, σφρίγος, σφριγηλότητα):