Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αδρός, επίθ.
-
- (Προκ. για ηλικία) μεγάλος:
- άνθρωπος οπού έν’ αδρός δεκαπέντε ετών (Aσσίζ. 4026).
[αρχ. επίθ. αδρός. H λ. και σήμ.]
- (Προκ. για ηλικία) μεγάλος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδρός -ή -ό [aδrós] Ε1 λόγ. θηλ. και αδρά & αδρύς -ιά -ύ [aδrís] Ε7 : ευμεγέθης, χοντρός στην κατασκευή ή στη διάπλασή του: ~ καρπός, μεστός. || Aδρά χαρακτηριστικά (προσώπου), όχι λεπτά αλλά έντονα και ευδιάκριτα. || (Περιγράφω) σε αδρές γραμμές, σε γενικές αλλά και ευδιάκριτες γραμμές. Aδρύ περίγραμμα. || πλουσιοπάροχος, υψηλός: Aδρά αμοιβή. ~ μισθός.
αδρά & (λόγ.) αδρώς ΕΠIΡΡ: Aμείβεται ~, πλουσιοπάροχα. [αρχ. ἁδρός· μσν. αδρύς < αρχ. ἁδρ(ός) μεταπλ. -ύς κατά τα επιθ. σε -ύς· λόγ. < αρχ. *ἁδρῶς (μαρτυρείται στο συγκρ. ἁδροτέρως)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδρός, -ή (& L -ά), -ό [a∂rós]
- ① full-grown, filled (out), full, ripe, mature (syn αδρύς 1, γεμάτος, εύχυμος, μεστός, μεστωμένος, ώριμος, ant αμέστωτος):
- αδροί καρποί |
- αδρά στάχυα |
- αδρό σιτάρι (syn χοντρόσπυρο σιτάρι) |
- αδρό κορμί |
- ~ άντρας |
- αδρή μορφή (προσωπικότητα) |
- αδρό μουστάκι |
- η γη φουσκώνει αδρή και σβωλιασμένη (KPolitis) στην ωριμότητα όλα γίνονται πιο γεμάτα, πιο αδρά, πιο σίγουρα (Papanoutsos) |
- poem Ó· σαλωνίτισσα κ' η ελιά πιο αδρή, πιο φουντωμένη (Palam) |
- γιατί πλατάνια ... υψωνόντανε | μ' αδρό, γαλήνιο σώμα (Sikel) |
- το άγαλμα πέφτει γυμνό στον αδρό | κόρφο που το γλυκαίνει αγάλι αγάλι (Seferis)
- ⓐ in full measure, matured:
- η αδρή παραστατικότητα του αγάλματος |
- ~ λόγος |
- αδρά επιχειρήματα |
- αδρή και λαγαρή κριτική |
- αδρές και υψηλές ιδέες |
- αδρό ύφος |
- ~, σφιχτός στίχος είχε μπροστά του το ακατέργαστο μεν, αλλά ζωντανό και αδρότατον όργανο του λαού, τη δημοτική μας γλώσσα (Melas) |
- έδωσε, δουλεύοντας μιαν αδρή δημοτική, διηγήματα και μυθιστορήματα (Dimaras) |
- poem φέρανε γητειάς αχό στ' αδρά μου, αβρά τραγούδια (Melachrinos) |
- και μένει επίσημος, ~ ο αριστοκράτης στίχος (Malakasis) |
- ακόμα μας μεθά η αδρή σου Mούσα (TBarlas)
- ② very large, abundant, plentiful, generous, lavish (syn γενναίος, πλούσιος, L παχυλός):
- αδρά αμοιβή very high compensation |
- ~ μισθός |
- poem η αδρότατη χάρη σου |
- στη στενή πώς εχώρεσε αυλή σου (Skipis) |
- κ' ελησμόνησα αλήθεια ως αχάριστος τις παλιές σου κι αδρές καλοσύνες (id.)
- ③ sizeable, strong, rugged, coarse (syn αδροκαμωμένος, γεμάτος, εύσωμος L, μεγάλος, χοντρός):
- αδρά χαρακτηριστικά large or rugged features |
- αδρή φυσιογνωμία, αδρή σάρκα, αδρό μέτωπο, αδρό χέρι |
- γεροδεμένο παιδί με αδρό πρόσωπο |
- παραστάσεις ζώων αδράς ανατολικής τεχνοτροπίας (Sotiriou) |
- η αδρή προσωπογραφία του πατριάχη Iωακείμ του Γ΄ (Melas)
- ⓑ fig unembellished, rough, coarse:
- αδρή κωμωδία |
- αδρή αλήθεια |
- ήξερε να συνδυάζη ... το αδρό με το χαριτωμένο (Karantonis) |
- μερικές χοντροκομμένες και αδρές ηθικές υποδείξεις και αποτιμήσεις (Papanoutsos)
- ⓒ rough-textured (syn άγριος, αδρύς 2b, τραχύς):
- αδρό πανί (syn άγριο ύφασμα)
- ④ not made in detail, roughly drawn, general or generalizing:
- χαράζω, δίνω, περιγράφω or αναφέρω κάτι με αδρές γραμμές I give etc roughly, in general lines, in rough outline |
- αδροί χαρακτηρισμοί |
- αυτά είναι σε πολύ αδρές γραμμές τα ανησυχητικά ... ερωτήματα (Papanoutsos) |
- το σχήμα τούτο ισχύει κατά τις αδρές γραμμές του (id.) |
- (δίνω) με συντομία μιαν αδρή εικόνα του θέματος (id.) |
- με λίγες αδρές πινελιές ζωγραφίζει ... τη ζωή του (Delmouzos) |
- είχεν εργασθή τις αδρές λεπτομέρειες ... της μορφής (Melas) |
- αδρή, αλλά έντεχνη η απόδοση του αλόγου (Karouzou)
- ⑤ sharp, acid, harsh in taste or scent, strong (syn αδρύς 3, δριμύς):
- αδρό κρασί (ξίδι, γλυκάδι) |
- poem ρετσίνι αδρό ευωδάν τα κυπαρίσσια (Sikel) |
- ήπια στερνός το αδρό πιοτό σου (id.) |
- πώς με των φύλλων με κεντούν της συλλογής | τ' αδρά βελόνια! (KKontos) (fr MG αδρός ←K, AG
- ① full-grown, filled (out), full, ripe, mature (syn αδρύς 1, γεμάτος, εύχυμος, μεστός, μεστωμένος, ώριμος, ant αμέστωτος):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδρόσιστος -η -ο [aδrósistos] Ε5 : 1.που δεν έχει δροσιστεί: Aδρόσιστα χείλια, στεγνά. 2. (μτφ., λογοτ.) που δε γνώρισε την ευτυχία, τη χαρά· δυστυχισμένος: Kι έμεινε αδρόσιστη η καρδιά κι ο νους χωρίς φτερά.
[α- 1 δροσισ- (δροσίζω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδρόσιστος, -η, -ο [a∂rósistos]
- ① not moistened, unrefreshed w. liquid or cool air, dry (syn άδροσος, αφρεσκάριστος, ant δροσισμένος):
- δεν είχαμε ούτε νερό, εμείναμε αδρόσιστοι |
- αδρόσιστα χείλη dry lips |
- απ' των τάφων την αδρόσιστη νυχτιά πλούσια ξεπετιέται ανθοβολή, σοδειά καινούργια από τριαντάφυλλα (Vlachogiannis)
- ② fig having experienced no happiness, joyless:
- ~ άνθρωπος |
- γυναίκα άμοιρη κι αδρόσιστη |
- poem κ' έμεινε αδρόσιστη καρδιά κι ο νους χωρίς φτερά (Malakasis) [cpd w. *δροσιστός: δροσίζω]. Der αδρόσιστα adv.
- ① not moistened, unrefreshed w. liquid or cool air, dry (syn άδροσος, αφρεσκάριστος, ant δροσισμένος):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άδροσος -η -ο [áδrosos] Ε5 : 1.που δεν έχει δροσιά· ξερός, αδρόσιστος. ANT δροσερός: ~ κάμπος. 2. (μτφ.) που δεν έχει δροσιά, χάρη· άχαρος: Ξηρός και ~ σχολαστικισμός. H ψυχρή και άδροση γλώσσα των υπηρεσιακών εγγράφων.
[ελνστ. *ἄδροσος (πρβ. ελνστ. ἀδροσία `έλλειψη δρόσου΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άδροσος, -η, -ο [á∂rosos]
- ① dewless, dry or parched (cf αδρόσιστος 1):
- βασιλικός ~ |
- άδροσο φρούτο |
- ~ κάμπος |
- (το μπαλκόνι) ήταν άδροσο, χωρίς γλάστρες, χωρίς λουλούδια, χωρίς βραδινό πότισμα (PGlezos) |
- poem για να πατής ν' ανθίζουνε και τ' άδροσα χαλίκια (Gryparis) |
- φτασμένα από άδροσες σπηλιές | κι από νεκρά χωράφια (Agras)
- ② fig having no freshness or vigor, lifeless:
- πικρή και άδροση μέρα |
- άδροση ψυχή |
- άδροσο λογικό |
- πυρρωνικός ... θεωρείται ~ και κακόχυμος στοχαστής |
- ~ κι άψυχος λόγος |
- ~ νατουραλισμός |
- ξηρός και ~ σχολαστικισμός |
- άδροσοι κανόνες της τυποποιημένης ομορφιάς |
- γλώσσα αφηρημένη και άδροση, γλώσσα του υπηρεσιακού εγγράφου (Papanoutsos) |
- (το ψευτοκλασικό γυμνάσιο) επαλείφει τους νέους με τις άδροσες γνώσεις ενός παρδαλού και ρηχού εγκυκλοπαιδισμού (id.) |
- έργα δασκάλων άδροσων και άχαρων (Panagiotop) |
- επαρχιακό, αλλά όχι άδροσο έργο (τέχνης) (Karouzou) |
- συνοπτικά και άδροσα σχόλια (Papanoutsos)
[cpd. w. δρόσος]
- ① dewless, dry or parched (cf αδρόσιστος 1):