Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδρομερώς
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αδρομερώς [a∂romerós] adv
  • in broad lines, generally (ant λεπτομερώς):
    • ~εζεταζόμενο το σχέδιο |
    • δίνω έστω και ~σαφή εικόνα των επαγγελμάτων |
    • καθόρισε ... ~ταόρια της δικαιοδοσίας του, δηλαδή τα προνόμιά του (Vacalop)

[fr K]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες