Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδρεναλίνη
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδρεναλίνη η [aδrenalíni] Ο30 : (ιατρ.) η ορμόνη που εκκρίνουν οι επινεφρίδιοι αδένες. || φάρμακο, με βάση την αδρεναλίνη, που αυξάνει την πίεση του αίματος.

[λόγ. < γαλλ. adrénaline (ορθογρ. δαν.) -ine = -ίνη]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδρεναλίνη [a∂renalíni] η,
  • ① med & pharm adrenalin
  • ② physiol adrenalin, epinephrine (syn επινεφριδίνη):
    • η ..., ~ ορμόνη των επινεφριδρίων, έχει επίδραση στην πίεση του αίματος, την οποίαν αυξάνει

[fr Fr adrénaline 'adrenalin']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες