Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδραχτιά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αδραχτιά [a∂raxtjá] η, region.
  • amount of yarn wound around the spindle

[fr MG αδραχτέα (so in Pontic dial), der of αδράχτιν]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδραχτιάζω [a∂raxtjázo] ppp αδραχτιασμένος, region.
  • wind around a spindle or as if around a spindle:
    • αδράχτιασα το νήμα |
    • τ' άνεργα καράβια ... δεμένα στους μόλους ... ρεύουνε μ' αδραχτιασμένα τα πανιά (Vlami)

[der of αδράχτι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες