Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδρανώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδρανώ [aδranó] Ρ10.9α : βρίσκομαι σε κατάσταση αδράνειας, απραξίας, δεν μπορώ ή δεν έχω τη διάθεση να ενεργήσω: Όταν κανείς δεν αδρανεί αλλά πράττει, θα κάνει λάθη.

[λόγ. < αρχ. ἀδρανῶ `είμαι αδύναμος΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδρανώ [a∂ranó] impf
  • αδρανούσα, aor αδράνησα
  • ① not move (syn ακινητώ):
    • ό,τι κείται οριζόντια αδρανεί (Michelis)
  • ② be inactive (syn βρίσκομαι σε αδράνεια, απρακτώ):
    • ο στρατός δεν αδρανεί |
    • το πνεύμα μου αδρανεί |
    • αδράνησαν όλοι τους |
    • όταν κανείς δεν αδρανή, αλλά πράττη, θα κάνη λάθη (Papanoutsos) |
    • επιφάνειες επαφής ... πότε αδρανούν και πότε ασκούν ουσιαστική επίδραση (Panagiotop) |
    • δεν πρέπει ούτε μια στιγμή να χαλαρωθής, ... να αδρανήσης (Avlachos) |
    • άλλοι πιο ανεξάρτητοι αδρανούσαν και αδιαφορούσαν |
    • poem αδρανεί της πυράς η αναγέννηση (ZOikonomou)
  • ③ trans bring to inaction:
    • η θέα του έμελλε να τον γιατρέψη μ' ένα σοκ φόβου αντίρροπου εκείνου που τον αδράνησε (Karantonis)

[K, AG ἀδρανῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες