Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδράχτι το [aδráxti] Ο44 : 1.το επίμηκες κυλινδρικό ξύλο στο οποίο τυλίγεται το νήμα που παράγεται κατά το γνέσιμο του μαλλιού: H ρόκα και τ΄ ~. Γεμίζω / τυλίγω τ΄ ~. || το αντίστοιχο εξάρτημα κλωστικής μηχανής· άτρακτος: Kλωστήριο βάμβακος με 21.000 αδράχτια. 2α. (τεχν.) περιστρεφόμενος άξονας ή κοχλίας διάφορων μηχανημάτων· άτρακτος. β. (ναυτ.) ο κορμός της άγκυρας.
[μσν. αδράχτι < αδράκτι (ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ) < ελνστ. ἀδράκτιον υποκορ. του ἄδρακτος < αρχ. ἄτρακτος]
[Λεξικό Κριαρά]
- αδράχτι το,
- βλ. αδράκτι.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδράχτι [a∂ráxti] το,
- ① (spinning) spindle:
- κάνω or στριφογυρίζω το ~ |
- η ρόκα και τ' ~ |
- τυλίγω την κλωστή με το ~ |
- πόδια σαν αδράχτια thin as a rail, bony, emaciated |
- prov πέντε μήνες έξι αδράχτια intermittent and lazy work |
- σαν ένα ~ που γυρίζει κατεβαίνοντας μέσα στην άβυσσο (Myriv) |
- από τα πέρατα (τ' ουρανού) ήτανε περασμένο της ανάγκης το ~ (Theodorakop) |
- folks. κ' είδα το χεράκι της | κ' έστριβε τ' ~ της (DPetrop) |
- poem και τον ψάλτη πολέμαρχο | σκλάβο τον σέρνει πάλι | μέσ' τ' αδράχτια της βάρβαρα | η ρίμα, νέα Oμφάλη (Palam) |
- και η καρδιά καταχτήτρα και τ' ~ | κρατεί της Mοίρας· φέρνε τη βοήθεια (id.)
- ② naut anchor shank (syn μάνα):
- σαϊτάρι στ' ~ μιας άγκουρας καλοστρουφισμένο (Vlami)
- ⓐ naut pole of a mast, skysail pole (syn γλάρος, πίπολο)
- ③ part of machinery, barrel, spindle (syn άδραχτος 3, σκρόφα εργάτη)
- ⓑ ~ του μύλου mill spindle:
- το ~ στριφογυρίζει και κλώθει τη μυλόπετρα (Vlastos)
- ④ bot~ της γριάς a kind of wild marigold, Calendula arvensis
- ⑤ lower arm
[fr MG αδράχτι, αδράκτι, this in turn fr *αδράκτιν (of Cypr. Pont. αδράχτιν) ← CGL αδράκτιον, bes K ἀτράκτιον, dimin of ἄδρακτος (Hesych.) bes ἄτρακτος; the δρ- perh by folket w. δράσσω, δράσσομαι ἀδράχνω]
- ① (spinning) spindle:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδραχτιά [a∂raxtjá] η, region.
- amount of yarn wound around the spindle
[fr MG αδραχτέα (so in Pontic dial), der of αδράχτιν]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδραχτιάζω [a∂raxtjázo] ppp αδραχτιασμένος, region.
- wind around a spindle or as if around a spindle:
- αδράχτιασα το νήμα |
- τ' άνεργα καράβια ... δεμένα στους μόλους ... ρεύουνε μ' αδραχτιασμένα τα πανιά (Vlami)
[der of αδράχτι]
- wind around a spindle or as if around a spindle: