Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδράνεια
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδράνεια η [aδránia] Ο27 : 1.(για άνθρ. ή ενέργειες) η κατάσταση εκείνου που δεν ενεργεί ή δε δραστηριοποιείται, η ανικανότητα ή η έλλειψη διάθεσης για δράση, ενέργεια. ANT δραστηριότητα, ενεργητικότητα: H απόγνωση τον έριξε σε πλήρη ~. Kαταδικάζω κπ. σε ~. Πέφτω σε ~. H κυβέρνηση πρέπει να εγκαταλείψει την πολιτική της αδράνειας και να αντιδράσει δυναμικά. || (ψυχ., για διαταραχές των βουλητικών λειτουργιών): ~ της βούλησης / της κρίσης / της σκέψης / της μνήμης. 2. (φυσ.) η ιδιότητα της ύλης που κάνει τα υλικά σώματα να μην μπορούν να μεταβάλουν, χωρίς εξωτερική επίδραση, την κατάσταση της ηρεμίας ή της κίνησης στην οποία βρίσκονται: H αρχή της αδράνειας της ύλης. 3. (οικον.) η αντίσταση της οικονομικής μονάδας στις οικονομικές μεταβολές του περιβάλλοντος.

[λόγ.: 1: ελνστ. ἀδράνεια· 2: σημδ. γαλλ. inertie ή γερμ. Trägheit· 3: με βάση τη σημ. 1]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδράνεια [a∂ránia] η, (L)
  • ① phys motionlessness (syn ακινησία):
    • νόμος της αδρανείας Newton's law of inertia also fig,
  • ② lack of action or activity, inaction, inactivity, inertia, idleness, sloth (fulness), sluggishness, passivity, shiftlessness (syn νωθρότητα, οκνηρία, τεμπελιά, ant δράση, δραστηριότητα, ενεργητικότητα):
    • σε ~ inactively |
    • η ~ εξουθενώνει inaction annihilates |
    • πολιτική αδράνειας policy of inaction |
    • med~ μήτρας inertia of the uterus |
    • ~ της ουδετερότητος inaction of neutrality |
    • ο νόμος της ψυχολογικής αδράνειας |
    • ~ της ψυχής, ψυχική ~ |
    • ~ της βούλησης, της κρίσεως, της σκέψεως, του λόγου |
    • καταδικάζομε τον εαυτό μας στην ~ |
    • η απόγνωση του έφερε ~ |
    • η ~μου φαίνεται σαν ένα είδος αυτοκτονίας (Vrettakos) |
    • poem ... και η πύλη κλειστή. | Eσύ την έκλεισες | με την ~ και τη μνήμη (DChristodoulou)

[fr K, PatrG ἀδράνεια, der of αδρανής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες