Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδρά
30 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
αδρά [a∂rá] adv
  • ① in broad lines, roughly:
    • ~εργασμένο μάρμαρο (Michelis) |
    • φουντωτοί βόστρυχοι ... ~ δηλωμένοι πέφτουν στον τράχηλο (Karouzou) |
    • θα 'βλεπε κ' ένα κομμάτι της μάχης αδρότατα δοσμένο (Melas) |
    • απλά και~ διατυπωμένα πράγματα |
    • ~σκιαγράφησε τον Πέτρο (ο ηθοποιός)
  • ② in full measure, fully:
    • poem η ωραία παιδούλα τι έγινε που είχεν ~ βυζάξει | το γάλα από μίαν άξια και μια μεστή ζωή; (Palam) |
    • και τα καματερά σου μουκανιώνται | οργώνοντας ~τοπλούσιο χώμα (Sikel) |
    • απ' την καθημερινή ζωή που ~σεφθείρει σώσου (Melachrinos)
  • ③ for a high price, dearly (syn ακριβά):
    • το οικόπεδο το αγόρασα ~ |
    • τις κρατούσε (τις σκηνές πεζού λόγου) λαός ηθοποιών και τις πλήρωναν ~μάζες θεατών (Melas)
  • ⓐ plentifully, lavishly (syn άφθονα, γενναία, πλούσια):
    • αμείβεται ~he is compensated lavishly

[fr n pl of adj αδρός]

[Λεξικό Κριαρά]
αδραγάντε το,
βλ. διαδραγάντε.
[Λεξικό Γεωργακά]
αδραγάτευτος, -η, -ο [a∂raγáteftos] region.
  • not watched or not being watched by a warden or watchman:
    • τ' αμπέλια έμειναν αδραγάτευτα εφέτος

[cpd w. δραγατευτός: δραγατεύω]

[Λεξικό Γεωργακά]
άδραγμα [á∂raγma] το, region.
  • grasping, seizure, hold, clutch (syn αδραξιά 1, άρπαγμα, γράπωμα, δράξιμο, πιάσιμο):
    • με το ~ του έσκισε το ρούχο |
    • prov κατά το βάρος του σακκιού και τ' άδραγμά του behavior is conditioned by the other fellow's behavior |
    • σύνθημά του γίνεται ... ζωή και δράση, όχι αμέτοχη, ουδέτερη αντικειμενικότητα παρά ολόψυχο ~(Theodoridis)

[der of αδράχνω]

[Λεξικό Κριαρά]
αδράκτι το· αδράχτι· ’δράκτι.
  • Aδράχτι:
    • ως πρέπει το χρυσόνεμαν εις αργυρόν αδράκτι (Ch. pop. 819).

[<ουσ. ατράκτιον (βλ. ά.). T. ιον σε Γλωσσάρ. O τ. χτι και σήμ. H λ. στο Meursius (η)]

[Λεξικό Κριαρά]
αδράμι(ν), αδράμιον το,
βλ. δράμιον.
[Λεξικό Γεωργακά]
Αδραμύττι [a∂ramíti] το,
  • name of city in W. Anatolia (Turk Edremit):
    • inhab. Aδραμυττηνός

[fr AG Aδραμύττιν ← AG Aδραμύττιον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδράνεια η [aδránia] Ο27 : 1.(για άνθρ. ή ενέργειες) η κατάσταση εκείνου που δεν ενεργεί ή δε δραστηριοποιείται, η ανικανότητα ή η έλλειψη διάθεσης για δράση, ενέργεια. ANT δραστηριότητα, ενεργητικότητα: H απόγνωση τον έριξε σε πλήρη ~. Kαταδικάζω κπ. σε ~. Πέφτω σε ~. H κυβέρνηση πρέπει να εγκαταλείψει την πολιτική της αδράνειας και να αντιδράσει δυναμικά. || (ψυχ., για διαταραχές των βουλητικών λειτουργιών): ~ της βούλησης / της κρίσης / της σκέψης / της μνήμης. 2. (φυσ.) η ιδιότητα της ύλης που κάνει τα υλικά σώματα να μην μπορούν να μεταβάλουν, χωρίς εξωτερική επίδραση, την κατάσταση της ηρεμίας ή της κίνησης στην οποία βρίσκονται: H αρχή της αδράνειας της ύλης. 3. (οικον.) η αντίσταση της οικονομικής μονάδας στις οικονομικές μεταβολές του περιβάλλοντος.

[λόγ.: 1: ελνστ. ἀδράνεια· 2: σημδ. γαλλ. inertie ή γερμ. Trägheit· 3: με βάση τη σημ. 1]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδράνεια [a∂ránia] η, (L)
  • ① phys motionlessness (syn ακινησία):
    • νόμος της αδρανείας Newton's law of inertia also fig,
  • ② lack of action or activity, inaction, inactivity, inertia, idleness, sloth (fulness), sluggishness, passivity, shiftlessness (syn νωθρότητα, οκνηρία, τεμπελιά, ant δράση, δραστηριότητα, ενεργητικότητα):
    • σε ~ inactively |
    • η ~ εξουθενώνει inaction annihilates |
    • πολιτική αδράνειας policy of inaction |
    • med~ μήτρας inertia of the uterus |
    • ~ της ουδετερότητος inaction of neutrality |
    • ο νόμος της ψυχολογικής αδράνειας |
    • ~ της ψυχής, ψυχική ~ |
    • ~ της βούλησης, της κρίσεως, της σκέψεως, του λόγου |
    • καταδικάζομε τον εαυτό μας στην ~ |
    • η απόγνωση του έφερε ~ |
    • η ~μου φαίνεται σαν ένα είδος αυτοκτονίας (Vrettakos) |
    • poem ... και η πύλη κλειστή. | Eσύ την έκλεισες | με την ~ και τη μνήμη (DChristodoulou)

[fr K, PatrG ἀδράνεια, der of αδρανής]

[Λεξικό Κριαρά]
αδρανής, επίθ.
  • Άνανδρος:
    • το δε πατάσσειν πτώματα τοις αδρανέσι πέλει (Διγ. Gr. 2602).

[μτγν. επίθ. αδρανής. H λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες