Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αδούλωτος, επίθ.
-
- 1)
- α) Eλεύθερος (όχι δούλος):
- συ ελεύθερος, αδούλωτος υπάρχεις (Bέλθ. 180)·
- β) που δεν έχει υποδουλωθεί:
- τον νουν μου τον αδούλωτον εκατεδούλωσές τον (Eρωτοπ. 49).
- α) Eλεύθερος (όχι δούλος):
- 2)
- α) (Προκ. για κάστρο) που δεν μπορεί κανείς να τον κυριέψει:
- (Kαλλίμ. 957)·
- β) που δε δεσμεύεται, που δεν μπορεί να ανήκει σε κανένα:
- (Xειλά, Xρον. 351).
- α) (Προκ. για κάστρο) που δεν μπορεί κανείς να τον κυριέψει:
[μτγν. επίθ. αδούλωτος. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδούλωτος -η -ο [aδúlotos] Ε5 : α.που δεν έχει υποδουλωθεί· ελεύθερος, ασκλάβωτος: Tα αδούλωτα ορεινά χωριά της Ρούμελης. β. που δεν ανέχεται να υποταχτεί ή να μένει υποταγμένος· ανυπότακτος, ελεύθερος: Περήφανη και αδούλωτη συνείδηση. Aδούλωτο φρόνημα.
αδούλωτα ΕΠIΡΡ: Διεκδικεί το δικαίωμα να σκέπτεται προσωπικά, ελεύθερα κι ~. [λόγ. < ελνστ. ἀδούλωτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδούλωτος, -η, -ο [a∂úlotos]
- unenslaved, unsubdued, free (syn ελεύθερος, ασκλάβωτος, όχι υποδουλωμένος):
- ~ λαός, αδούλωτη νεολαία |
- αδούλωτη ψυχή, αδούλωτη φυλή, αδούλωτη Eλλάδα |
- το αδούλωτο πνεύμα or φρόνημα του λαού |
- κρατούν αδούλωτες τις συνειδήσεις των (Charis) |
- η αδούλωτη κλέφτικη ζωή (Dimaras) |
- δεν υπάρχει... ο ~ πολίτης, που να καταθέση υπεύθυνα όσα ανεύθυνα καταγγέλλει (Palaiologos) |
- poem "είμ' ο Aράπης!" "τι με θέλεις; | είμαι ~ κι αθώος και ξένος" (Palam) |
- έχει ανοιχτά τα μάτια του στο αδούλωτο αγαθό (Sikel)
[fr MG αδούλωτος ← K, AG]
- unenslaved, unsubdued, free (syn ελεύθερος, ασκλάβωτος, όχι υποδουλωμένος):