Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδούλωτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αδούλωτα [a∂úlota] adv
  • in an unsubdued manner:
    • διεκδικεί για τους ανθρώπους το δικαίωμα να διανοούνται προσωπικά, ελεύθερα, ~ τίποτ' άλλο (Terzakis).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες