Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδολέσχημα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αδολέσχημα το.
  • Φλυαρία, ανόητη κουβέντα:
    • αδολεσχήματα ειπών προς αυτούς ατίμως απέπεμψεν (Δούκ. 394).

[<αρχ. αδολεσχώ + κατάλ. μα. H λ. τον 11. αι. (LBG)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες