Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αδοκίμαστος, επίθ.
-
- 1) Που έγινε χωρίς να προηγηθεί δοκιμασία:
- αδοκιμάστους χειροτονήσεις (Iστ. πατρ. 1837‑8.)>
- 2) Που δεν έχει δοκιμαστεί:
- καλές γυναίκες έναι οι αδοκίμαστες για να γενούσι καύκες (Συναξ. γυν. 443).
- 3) Που δεν τον έχει υποστεί κανείς:
- κόλπον αδοκίμαστον (Θησ. H´ [1096]).
[αρχ. επίθ. αδοκίμαστος. H λ. και σήμ.]
- 1) Που έγινε χωρίς να προηγηθεί δοκιμασία:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδοκίμαστος -η -ο [aδokímastos] Ε5 : που δεν τον έχουν δοκιμάσει, δεν τον έχουν ελέγξει. ANT δοκιμασμένος: Tα καινούρια μοντέλα αυτοκινήτων είναι αδοκίμαστα. Δεν μπορώ να εμπιστευτώ την αδοκίμαστη τιμιότητά του. || (για ενδύματα κτλ.) απροβάριστος: T΄ αγόρασες τα παπούτσια αδοκίμαστα;
[αρχ. ἀδοκίμαστος `χωρίς νόμιμη δοκιμασία΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδοκίμαστος, -η, -ο [a∂ocímastos]
- ① untried, unexamined, untested, unattempted (syn ανεξέλεγκτος, ant δοκιμασμένος):
- αδοκίμαστο αυτοκίνητο, εργαλείο untested car, tool |
- νέοι αδοκίμαστοι ως ποιητές |
- ~ ως ικανότητα διοικητική |
- αχώνευτες και αδοκίμαστες θεωρίες |
- (η δημοτική γλώσσα) έστεκεν ακόμα σχεδόν αδοκίμαστη στον πεζό λόγο (Palam) |
- ποιος κλονισμός ~ με συγκλονούσε... (id.) |
- τι να κάμω πια στον κόσμο, δεν είχε πια καμιά χαρά, καμιά αδοκίμαστη αμαρτία να μου δώση (Kazantz) |
- έκαναν την εμφάνισή τους στην επίθεση και τ' αδοκίμαστα ακόμα από τον Έλληνα στρατιώτη, τα θρυλικά άρματα μάχης (Terzakis) |
- (το πουλάρι) κι αδοκίμαστο ακόμα κι ακαπίστρωτο (DChatzis) |
- οι υποψήφιοι μοναχοί κείρονται συνήθως αδοκίμαστοι (Vacalop) |
- poem κι ας ήμουνα ο στερνός και στο κουπί ~ (Sikel) |
- κάλλια αδοκίμαστη να μένη η πρώτη αγάπη (Vlastos)
- ② untasted, of food or drink:
- φαγητό αδοκίμαστο untasted food |
- κρασί αδοκίμαστο |
- το γλυκό είναι ακόμη αδοκίμαστο
- ③ not fitted, unfitted (syn απροβάριστος):
- αδοκίμαστο κοστούμι |
- αδοκίμαστα παπούτσια unfitted shoes |
- αδοκίμαστα πήρα από το ράφτη τα ρούχα μου
[fr MG αδοκίμαστος ← K, AG]
- ① untried, unexamined, untested, unattempted (syn ανεξέλεγκτος, ant δοκιμασμένος):