Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδοκίμαστο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Γεωργακά]
αδοκίμαστο [a∂ocímasto] το,
  • sth untried:
    • είναι μια φυγή από το γνωστό, από το βιωμένο, προς το ~ (KParaschos).
[Λεξικό Κριαρά]
αδοκίμαστος, επίθ.
  • 1) Που έγινε χωρίς να προηγηθεί δοκιμασία:
    • αδοκιμάστους χειροτονήσεις (Iστ. πατρ. 1837‑8.)>
  • 2) Που δεν έχει δοκιμαστεί:
    • καλές γυναίκες έναι οι αδοκίμαστες για να γενούσι καύκες (Συναξ. γυν. 443).
  • 3) Που δεν τον έχει υποστεί κανείς:
    • κόλπον αδοκίμαστον (Θησ. H´ [1096]).

[αρχ. επίθ. αδοκίμαστος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδοκίμαστος -η -ο [aδokímastos] Ε5 : που δεν τον έχουν δοκιμάσει, δεν τον έχουν ελέγξει. ANT δοκιμασμένος: Tα καινούρια μοντέλα αυτοκινήτων είναι αδοκίμαστα. Δεν μπορώ να εμπιστευτώ την αδοκίμαστη τιμιότητά του. || (για ενδύματα κτλ.) απροβάριστος: T΄ αγόρασες τα παπούτσια αδοκίμαστα;

[αρχ. ἀδοκίμαστος `χωρίς νόμιμη δοκιμασία΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδοκίμαστος, -η, -ο [a∂ocímastos]
  • ① untried, unexamined, untested, unattempted (syn ανεξέλεγκτος, ant δοκιμασμένος):
    • αδοκίμαστο αυτοκίνητο, εργαλείο untested car, tool |
    • νέοι αδοκίμαστοι ως ποιητές |
    • ~ ως ικανότητα διοικητική |
    • αχώνευτες και αδοκίμαστες θεωρίες |
    • (η δημοτική γλώσσα) έστεκεν ακόμα σχεδόν αδοκίμαστη στον πεζό λόγο (Palam) |
    • ποιος κλονισμός ~ με συγκλονούσε... (id.) |
    • τι να κάμω πια στον κόσμο, δεν είχε πια καμιά χαρά, καμιά αδοκίμαστη αμαρτία να μου δώση (Kazantz) |
    • έκαναν την εμφάνισή τους στην επίθεση και τ' αδοκίμαστα ακόμα από τον Έλληνα στρατιώτη, τα θρυλικά άρματα μάχης (Terzakis) |
    • (το πουλάρι) κι αδοκίμαστο ακόμα κι ακαπίστρωτο (DChatzis) |
    • οι υποψήφιοι μοναχοί κείρονται συνήθως αδοκίμαστοι (Vacalop) |
    • poem κι ας ήμουνα ο στερνός και στο κουπί ~ (Sikel) |
    • κάλλια αδοκίμαστη να μένη η πρώτη αγάπη (Vlastos)
  • ② untasted, of food or drink:
    • φαγητό αδοκίμαστο untasted food |
    • κρασί αδοκίμαστο |
    • το γλυκό είναι ακόμη αδοκίμαστο
  • ③ not fitted, unfitted (syn απροβάριστος):
    • αδοκίμαστο κοστούμι |
    • αδοκίμαστα παπούτσια unfitted shoes |
    • αδοκίμαστα πήρα από το ράφτη τα ρούχα μου

[fr MG αδοκίμαστος ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες