Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδογμάτιστος -η -ο [aδoγmátistos] Ε5 : που δε δογματίζει, που δεν είναι δογματικός: Σκέψεις ελεύθερες και αδογμάτιστες.
αδογμάτιστα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < μσν. αδογμάτιστος < ελνστ. *ἀδογμάτιστος (πρβ. ελνστ. επίρρ. ἀδογματίστως)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδογμάτιστος, -η, -ο [a∂oγmátistos] (L)
- not formulated as dogma, undogmatized, undogmatic (ant δογματισμένος, δογματικός):
- ο Tέλλος Άγρας ξετύλιγε τις απόψεις του μ' ένα πνεύμα ελεύθερης, αδογμάτιστης κριτικής (Karantonis) |
- ο αστός, ασύντακτος και απείθαρχος και ~, πελαγοδρομούσε μέσα σε άπειρες μορφές... πάντα νερουλιασμένου υλισμού (Tsatsos) |
- μόνο σ' ένα σημείο είναι κατ' ανάγκην δογματικός και ο πιο ~ σοσιαλισμός,... στη βασική αρχή της οργάνωσης της κοινωνίας (id.)
[fr PatrG ἀδογμάτιστος]
- not formulated as dogma, undogmatized, undogmatic (ant δογματισμένος, δογματικός):