Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδιόρθωτος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
αδιόρθωτος, επίθ.
  • 1) (Προκ. για στράτευμα) που δεν είναι παραταγμένος:
    • τα φουσσάτα αδιόρθωτα … και σκορπισμένα (Παλαμήδ., Bοηβ. 984).
  • 2) Που δεν άφησε διαθήκη:
    • απέθανεν αδιόρθωτος (Iστ. πατρ. 1302).

[αρχ. επίθ. αδιόρθωτος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδιόρθωτος -η -ο [aδiórθotos] Ε5 : α.που δεν του έχουν επισημάνει ή και αποκαταστήσει τα λάθη του: Aδιόρθωτα γραπτά / δοκίμια. β. που δεν είναι δυνατό να διορθωθεί, που δεν επανορθώνεται· ανεπανόρθωτος: Έχει χάλια αδιόρθωτα. Έχει το αδιόρθωτο ελάττωμα να φλυαρεί. γ. (για πρόσ.) που με κανέναν τρόπο δεν αποβάλλει τα ελαττώματά του ή απλώς δεν αλλάζει χαρακτήρα· αμετανόητος: Άδικα τον συμβουλεύεις· δε βλέπεις που είναι ένας ~ ψεύτης; αδιόρθωτα ΕΠIΡΡ χωρίς τη δυνατότητα ή την πιθανότητα επανόρθωσης: Tόσοι και τόσοι τον εξαπάτησαν, αλλά αυτός παραμένει ~ αφελής.

[λόγ.: α: αρχ. ἀδιόρθωτος· β, γ: ελνστ. σημ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδιόρθωτος, -η, -ο [a∂iórθotos]
  • ① not susceptible to correction, incorrigible, irremediable, irreparable, irreformable, hopeless (syn ανεπανόρθωτος):
    • είναι ~ he is a hard case |
    • αδιόρθωτο παιδί incorrigible child |
    • αδιόρθωτη αθλιότητα incorrigible mess |
    • το σπίτι έχει χάλια αδιόρθωτα the house is a hopeless mess |
    • αδιόρθωτο σφάλμα irremediable (irreparable) fault |
    • H Kλεμεντίνα είχε το αδιόρθωτο ελάττωμα να μιλή μ' ερωτικά μάτια σε όλους (Xenop) |
    • με αυστηρότατες κυρώσεις θα ξεκαθαρισθή η αστυνομία από τους αδιόρθωτους ξυλοδάρτες (Psathas) |
    • poem φαντάσματα με τριγυρνούν, που ο νους τα πλάθει | και αδιόρθωτη η καρδιά τα τραγουδεί (Malakasis)
  • ② not set right, uncorrected, usu of books, manuscripts, proofs:
    • γραπτά αδιόρθωτα uncorrected written papers |
    • αδιόρθωτα δοκίμια uncorrected proofs |
    • τα χειρόγραφα είναι αδιόρθωτα
  • ③ unrepaired (syn ανεπισκεύαστος):
    • αδιόρθωτο ρολόι unrepaired watch (or clock) |
    • μηχάνημα αδιόρθωτο
  • ④ not set in order, not made, unmade (syn άσιαχτος, ατακτοποίητος):
    • σπίτι αδιόρθωτο |
    • κρεβάτι αδιόρθωτο unmade bed

[fr MG, K ἀδιόρθωτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες