Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδιοριστία η [aδioristía] Ο25 : η κατάσταση του αδιόριστου: Οι απόφοιτοι των καθηγητικών σχολών αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της αδιοριστίας.
[λόγ. αδιόριστ(ος) -ία (διαφ. το ελνστ. ἀδιοριστία `αοριστία΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδιοριστία [a∂ioristía] η, rare
- the state of being unappointed:
- το πρόβλημα της αδιοριστίας των αποφοίτων ορισμένων σχολών (Nea 1.2.1962).
- the state of being unappointed: