Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδιορθωσιά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αδιορθωσιά [a∂iorθosjá] η,
  • incorrigibility (syn αδιόρθωτο) .
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες